άζιφτος — η, ο [ζίφω] άστιφτος, αζούπητος … Dictionary of Greek
άθλιβος — η, ο (AM ἄθλιβος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει υποστεί ταλαιπωρίες, που δεν έχει δοκιμάσει στενοχώριες αρχ. αυτός που δεν πιέστηκε, άθλιπτος, άστιφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θλίβω] … Dictionary of Greek